-
1 отмена
η ακύρωσηη κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмена
-
2 отмена
-ы θ.κατάργηση• ακύρωση•отмена налога κατάργηση του φόρου•
отмена закона κατάργηση νόμου•
отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•
отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•
отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.
|| ανάκληση•отмена приказания ανάκληση διαταγής.
|| αναβολή•отмена спектакля αναβολή του θεάματος.
εκφρ.в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του...